- σκαφεύω
σκαφεύω, = σκάπτω, graben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαφεύω, = σκάπτω, graben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαφεύω — Α [σκάφη] εκτελώ κατάδικο με σκάφευση («ἐκέλευσεν... τὸν Μιθριδάτην αποθανεῑν σκαφευθέντα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
σκαφευθέντα — σκαφεύω lay aor part pass neut nom/voc/acc pl σκαφεύω lay aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφευθῆναι — σκαφεύω lay aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφεύεται — σκαφεύω lay pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφευτής — ὁ, ΜΑ, θηλ. σκαφεύτρια Μ σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφεύω. Η λ., αντίθετα προς το ρ. σκαφεύω, διατηρεί την κύρια σημ. τού ρ. σκάπτω] … Dictionary of Greek
σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… … Dictionary of Greek
σκαφεία — ἡ, Α [σκαφεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) ανόρυξη, σκάψιμο … Dictionary of Greek