- σκύλιον
σκύλιον, τό, eine Fischart, aus dem Geschlechte der Hayfische , caniculae, von σκύλαξ, Arist. H. A. 6, 10. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύλιον, τό, eine Fischart, aus dem Geschlechte der Hayfische , caniculae, von σκύλαξ, Arist. H. A. 6, 10. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλίοις — σκύλιον dog fish neut dat pl σκῠλίοις , σκύλλω torn fut opt act 2nd sg (doric) σκυλάω pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλίου — σκύλιον dog fish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλίων — σκύλιον dog fish neut gen pl σκῠλίων , σκύλλω torn fut part act masc nom sg (doric) σκύλος neut gen pl (doric) σκυλάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλια — σκύλιον dog fish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλιόρρινος — ο, Ν ζωολ. γένος σελάχιων πλευροτρηματικών ιχθύων, σκυλόψαρων τής οικογένειας σκυλιορρινίδες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες σκύλος, σκυλάκι, γάτος ή γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scyliorhinus < σκύλιον «σκυλόψαρο» + ῥίς,… … Dictionary of Greek
σκύλιο — το / σκύλιον, ΝΑ είδος σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ τού σκύλ αξ* «μικρός σκύλος» + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… … Dictionary of Greek