- σκύλευσις
σκύλευσις, ἡ, = σκυλεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύλευσις, ἡ, = σκυλεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύλευσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλεύσει — σκύλευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκυλεύσεϊ , σκύλευσις fem dat sg (epic) σκύλευσις fem dat sg (attic ionic) σκῡλεύσει , σκυλεύω strip aor subj act 3rd sg (epic) σκῡλεύσει , σκυλεύω strip fut ind mid 2nd sg σκῡλεύσει , σκυλεύω strip… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλεύσεις — σκύλευσις fem nom/voc pl (attic epic) σκύλευσις fem nom/acc pl (attic) σκῡλεύσεις , σκυλεύω strip aor subj act 2nd sg (epic) σκῡλεύσεις , σκυλεύω strip fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλεύσεσιν — σκύλευσις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλευσιν — σκύλευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* … Dictionary of Greek
σκυλεύσεως — σκυλεύσεω̆ς , σκύλευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλεύσῃ — σκυλεύσηι , σκύλευσις fem dat sg (epic) σκῠλεύσῃ , σκύλλω torn fut part act fem dat sg (epic ionic) σκυλάω pres part act fem dat sg (epic ionic) σκῡλεύσῃ , σκυλεύω strip aor subj mid 2nd sg σκῡλεύσῃ , σκυλεύω strip aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)