- σκωληκίτης
σκωληκίτης, ὁ, fem. σκωληκῖτις, von Würmern, wurmähnlich, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωληκίτης, ὁ, fem. σκωληκῖτις, von Würmern, wurmähnlich, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκωληκίτης — ὁ, Α αυτός που προέρχεται από σκώληκα ή αυτός που μοιάζει με σκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] … Dictionary of Greek
σκωληκίτην — σκωληκίτης worm like masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)