σκωληκο-ειδής

σκωληκο-ειδής

σκωληκο-ειδής, ές, wurmartig, -ähnlich; Arist. H. A. 5, 20; Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλλοειδής — ές αυτός που έχει μορφή θαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + ειδής* (< είδος), πρβλ. ομο ειδής, σκωληκο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδής — ές (Α καρκινοειδής, ές) 1. όμοιος με καρκίνο*, με κάβουρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδή ζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδές ιατρ. όγκος «μειωμένης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”