- σκυτευσις
σκυτευσις, ἡ, das Schuhmachen, Arist. eth. eud. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυτευσις, ἡ, das Schuhmachen, Arist. eth. eud. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύτευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκυτεύω] η πράξη τού σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek
σκυτεύσεως — σκυτεύσεω̆ς , σκύτευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)