- σκυρθάλιος
σκυρθάλιος, ὁ, = Folgdm, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυρθάλιος, ὁ, = Folgdm, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυρθάλιος — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει το σπάνιο επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος). Η σύνδεση της λ. με τα αρχ. ινδ. krdhu «περικομμένος» (πρβλ. και κυρσάνιος «έφηβος», a skrdho yu «ολόκληρος, μη… … Dictionary of Greek
κυρσάνιος — κυρσάνιος, ὁ, και κυρσάνιον, τὸ (Α) 1. νεανίας, έφηβος 2. υβριστ. ευτελής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρσάνιος τής λακων. διαλ. σχηματίστηκε από τον τ. σκυρθάλιος* με τροπή τού θ σε σ και ανομοιωτική σίγηση τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek
σκυρθάλια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μειράκια, ἔφηβοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυρθάλιος, κατά τα ουδ.)] … Dictionary of Greek
σκυρθάνιος — Α (κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σκυρθάλιος* με εναλλαγή τών λ / ν (πρβλ. κυρσάνιος)] … Dictionary of Greek
σκυρθαλίας — Α (κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυρθάλιος «νεανίσκος» + επίθημα ίας (πρβλ. νεαν ίας)] … Dictionary of Greek
σκύθραξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεῑραξ, ἔφηβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυρθ τού σκυρθάλιος «νεανίας», με μετάθεση τού ρ + επίθημα αξ (πρβλ. δέλφ αξ)] … Dictionary of Greek
(s)ker-dh-, (s)kor-dh- — (s)ker dh , (s)kor dh English meaning: small, miserable Deutsche Übersetzung: “kũmmerlich, klein; verkũmmern” Material: O.Ind. kr̥dhu “ abbreviated, mutilated, small, mangelhaft” (comparative kradhīyam s , Superlativ… … Proto-Indo-European etymological dictionary