σισυριγχίον

σισυριγχίον

σισυριγχίον, τό, ein Bollengewächs, dessen Bolle süß war, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σισυριγχίου — σισυριγχίον Barbary nut neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισυρίγχιο — το / σισυριγχίον, ΝΑ βοτ. νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη, με 80 περίπου είδη ποών που απαντούν στην Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες αρχ. το ποώδες φυτό ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”