σιρίᾱσις, ἡ, u. σιριάω, schlechtere Formen statt σειρίασις, σειριάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιρίασις — άσεως, ἡ, Α βλ. σειρίασις … Dictionary of Greek
σειρίαση — η / σειρίασις, άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ] βαριά μορφή ηλίασης νεοελλ. 1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο 2. (για ζώο) απότομη εξάντληση … Dictionary of Greek