- σαύσαξ
σαύσαξ, ακος, ὁ, bei Drac. Straton. p. 55 ohne Bedeutung, bei Hesych. σαύσακας für frischen Käse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαύσαξ, ακος, ὁ, bei Drac. Straton. p. 55 ohne Bedeutung, bei Hesych. σαύσακας für frischen Käse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαῦσαξ — a leguminous plant masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαύσαξ — αύσακος, ὁ, Α 1. είδος φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδός τι μαλακοῡ τυρoῡ εὐεπιφόρου πρὸς συνουσίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα αξ, άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σαύσακας — σαῦσαξ a leguminous plant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)