- σμύρνινος
σμύρνινος, von Myrrhen gemacht, bereitet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύρνινος, von Myrrhen gemacht, bereitet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύρνινος — η, ο / σμύρνινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. ο παρασκευασμένος από σμύρνα 2. ο αρωματισμένος με σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σμυρνίνῳ — σμύρνινος of myrrh masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζμύρινος — η, ο (Α ζμύρνινος, ίνη, ον) σμύρνινος* … Dictionary of Greek
μυρίνινος — μυρίνινος, η, ον (Α) (εσφ. γρφ.) σμύρνινος* … Dictionary of Greek