- σαυρο-κτόνος
σαυρο-κτόνος, Eidechsen tödtend, Beiw. des Apollo, Plin. H. N. 34, 19, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυρο-κτόνος, Eidechsen tödtend, Beiw. des Apollo, Plin. H. N. 34, 19, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρδαλιοκτόνος — ον, Α αυτός που σκοτώνει λεοπαρδάλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις, ιος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. σαυρο κτόνος] … Dictionary of Greek