- σαυρο-βρῑθής
σαυρο-βρῑθής, ές, mit schwerem σαυρωτήρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαυρο-βρῑθής, ές, mit schwerem σαυρωτήρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] … Dictionary of Greek