- σατυρισμός
σατυρισμός, ὁ, = σατυρίασις, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σατυρισμός, ὁ, = σατυρίασις, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση … Dictionary of Greek
σατυρισμοί — σατυρισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)