σατράπης

σατράπης

σατράπης, , der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ ϑάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σατράπης — satrap masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατράπης — satrap masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… …   Dictionary of Greek

  • σατράπης — ο (λ. περσ.) 1. διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. 2. μτφ., αυτός που κυβερνά τυραννικά. 3. άνθρωπος αυθαίρετος, αυταρχικός: Ο άντρας της είναι σατράπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σατράπαι — σατράπης satrap masc nom/voc pl σατράπᾱͅ , σατράπης satrap masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ατροπάτης — Σατράπης της Μικράς Μηδίας επί Δαρείου Γ’, που έλαβε μέρος στη μάχη των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ. Μετά τον θάνατο του Δαρείου, αναγνώρισε τον Μ. Αλέξανδρο, διατήρησε τη σατραπεία του, πάντρεψε την κόρη του με τον Περδίκκα και αργότερα έγινε ηγεμόνας …   Dictionary of Greek

  • Τιρίβαζος — Σατράπης της Αρμενίας κατά την κάθοδο των Μυρίων (401 π.Χ.). Όταν αυτοί πέρασαν τις πηγές του Τίγρη και έφτασαν στη χώρα του, έσπευσε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες αρχηγούς με τον όρο να παίρνουν ελεύθερα από τη χώρα τα τρόφιμα που είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Σατραπῶν — Σατράπης satrap masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατραπῶν — σατράπης satrap masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατράπαις — Σατράπης satrap masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατράπαις — σατράπης satrap masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”