σαρκο-βόρος

σαρκο-βόρος

σαρκο-βόρος, Fleisch essend, fressend, ζῷα, Plut. ign. an aqua 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρόβορος — θηρόβορος, ον (Α) 1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία 2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βορος (< βορά < βι βρώ σκω), πρβλ. θυμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) …   Dictionary of Greek

  • ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… …   Dictionary of Greek

  • κοπροβόρος — α, ο (Α κοπροβόρος, ον) (για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κρεοβόρος — κρεοβόρος, ὁ (Α) κρεατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ποιηβόρος — ον, Α αυτός που τρώει γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοβόρος — κυκλοβόρος, ὁ (Α) ως κύριο όν. ὁ Κυκλοβόρος ονομασία χειμάρρου τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + βόρος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σαρκο βόρος, χρονοβόρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυβόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου αρχ. αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Η λ., ως επιστημον.… …   Dictionary of Greek

  • πυροβόρος — ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι, σιτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροβόρος — α, ο / σιδηροβόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”