σαρκο-βρώς

σαρκο-βρώς

σαρκο-βρώς, ῶτος, = Vorigem, Moschio bei Stob.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατοβρώς — κρατοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι βρώς, σαρκο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • χειροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • ωμοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α 1. ωμοβόρος 2. ὠμόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”