- σύν-θηρος
σύν-θηρος, mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-θηρος, mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνθηρος — ον, Α 1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής* (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek