- σύν-ηβος
σύν-ηβος, zugleich jung, Jugendgenosse, Καδμείων σύνηβοι Eur. Herc. Fur. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-ηβος, zugleich jung, Jugendgenosse, Καδμείων σύνηβοι Eur. Herc. Fur. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνηβος — και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που είναι επίσης έφηβος 2. (κατ επέκτ.) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek