σύν-νοος

σύν-νοος

σύν-νοος, att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυϑρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, οον, ΜΑ αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νους / νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. σύν νους / νοος] …   Dictionary of Greek

  • σύννους — ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, οον, Α 1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος 2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος αρχ. γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”