- σύν-αλος
σύν-αλος, mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-αλος, mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύναλος — ον, ΜΑ αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ αλος] … Dictionary of Greek
χθαμαλός — ή, ό / χθαμαλός, ή, όν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων αρχ. 1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.) 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… … Dictionary of Greek