- σύν-δετος
σύν-δετος, zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-δετος, zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειόδετος — θειόδετος, ον (Μ) δεμένος, δεσμευμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δετος (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αλληλ έν δετος, ά σύν δετος] … Dictionary of Greek