σύν-δεσμος

σύν-δεσμος

σύν-δεσμος, , die Verbindung, das Band; Eur., nur im heterogenen plur. σύνδεσμα, z. B. ἁμμάτων σύνδεσμ' ἐλέλυτο Bacch. 696, λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Hipp. 199; die Häuser, der Holzverband, Thuc. 2, 75; Plat. Polit. 310 a Rep. VII, 520 a u. öfter; Folgde; das Pack, ἐπιστολῶν, Hdn. 4, 12. – Bei Arist. die Partikel; u. im engern Sinne die Conjunction, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνδεσμία — η, Ν ζωολ. γένος μικρών ελασματοβραγχίων τών ευρωπαϊκών θαλασσών τα οποία ζουν μέσα στην ιλύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndesmie < συν * + δεσμός + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • Syndesmosis — Gray s subject #70 285 A syndesmosis is slightly movable articulation where the contiguous bony surfaces are united by an interosseous ligament, as in the inferior tibiofibular articulation. It comes from the Greek σύν, syn (meaning with ) and… …   Wikipedia

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… …   Dictionary of Greek

  • ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՐ — (ի, ից կամ ուց.) NBH 2 0467 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. κλῶσμα fila, alligatora σειρά series, linea, catena, funis δεσμός nexus τάξις, τάγμα ordo. (լծ. թ. սըրա. յն. սիրա՛. լտ. սէ՛րիէս )… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”