σύν-αινος

σύν-αινος

σύν-αινος, gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύαινος — Έλληνας ρήτορας από τη Μακεδονία (2ος αι. μ.Χ.) και συγγραφέας στρατιωτικών έργων. Έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρο το έργο του Στρατηγήματασε 8 βιβλία, συλλογή στρατιωτικών τεχνασμάτων, τα οποία ο Π. αντλεί από διάφορες πηγές (Έφορο, Ηρόδοτο κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • σύναινος — ον, ΜΑ αυτός που συναινεί, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ αινος] …   Dictionary of Greek

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • συναινίττομαι — Α υπαινίσσομαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνίττομαι «υπαινίσσομαι» (< αἶνος)] …   Dictionary of Greek

  • συναινώ — συναινῶ, έω, ΝΜΑ συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, παραδέχομαι («τῶν Καρχηδονίων ὀλίγοι μὲν ἦσαν οἱ συναινοῡντες μὴ παραβαίνειν τὰς ὁμολογίας», Πολ.) αρχ. δίνω, παραχωρώ («δῶρά μοι ξυναίνεσον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)] …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”