σύν-αιμος

σύν-αιμος

σύν-αιμος, = Folgdm; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; oft substantivisch, Bruder, Schwester, ὁ σὸς ξύναιμος, O. C. 1357, αὐτή τε χἠ ξύναιμος, Ant. 784, Eur. I. T. 774, λέ χος, Phoen. 824, auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so. – Bei Ath. X, 452 c in einem Räthsel, σύναιμα ποιεῖν, mit Doppelsinn (Aenigm. 8 in Anth. App. 117).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κάθαιμος — κάθαιμος, ον (Α) γεμάτος αίματα, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. έν αιμος, σύν αιμος] …   Dictionary of Greek

  • ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) …   Dictionary of Greek

  • σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”