- προς-αν-οιμώζω
προς-αν-οιμώζω (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αν-οιμώζω (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίμωγμα — οἴμωγμα, τὸ (Α) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, θρήνος, οιμωγή («πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασι Πενθεύς», Ευρ.) … Dictionary of Greek