- προς-δοχή
προς-δοχή, ἡ, die Aufnahme, Epicur. bei D. L. 10, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δοχή, ἡ, die Aufnahme, Epicur. bei D. L. 10, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… … Dictionary of Greek