- προς-δαίω
προς-δαίω (s. δαίω), dazu, dabei anzünden, entflammen, πόϑον τινί, Pind. P. 4, 184, nach Böckh, wo früher ἐνδαίω stand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δαίω (s. δαίω), dazu, dabei anzünden, entflammen, πόϑον τινί, Pind. P. 4, 184, nach Böckh, wo früher ἐνδαίω stand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek