- σύν-ωσις
σύν-ωσις, ἡ, = συνώϑησις, Plat. Tim. 62 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-ωσις, ἡ, = συνώϑησις, Plat. Tim. 62 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κρανιοσυνοστέωση — η ιατρ. πρώιμη συνένωση τών οστών τού θόλου τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craniosynosteosis < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + synosteosis (< syn < αρχ. γαλλ. syn < συν + oste < ὀστέον + osis < … Dictionary of Greek
συγχόνδρωση — η / συγχόνδρωσις, ώσεως, ΝΑ η σύμφυση δύο οστών σε χόνδρο ή με χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χόνδρος + κατάλ. ωσις (< ρ. σε ῶ/ όω)] … Dictionary of Greek
συννεύρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ σύνδεση και σύμφυση μέσω νεύρου («συγχόνδρωσιν μὲν τὴν διὰ χόνδρου σύμφυσιν, συννεύρωσιν δὲ τὴν διὰ νεύρου», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεῦρον + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ)] … Dictionary of Greek
συνοστέωση — και συνόστωση, η, Ν (ιατρ. φυσιολ.) φυσιολογική ή παθολογική συνένωση δύο γειτονικών οστών με οστίτη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synost(e)osis < συν * + ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. ωσις. Η λ., στον λόγιο τ. συνοστέωσις, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek