σύμ-πνοια

σύμ-πνοια

σύμ-πνοια, , das Zusammenwehen, τῶν φυσῶν, Artemid. 2, 37; übertr., Uebereinstimmung, ἔχει τινὰ σύμπνοιαν καὶ συμπλοκὴν πρός τι, S. Emp. adv. log. 2, 430.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”