- σύ-σφιγμα
σύ-σφιγμα, τό, das Zusammengeschnürte, -gebundene, im plur. die Kette, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύ-σφιγμα, τό, das Zusammengeschnürte, -gebundene, im plur. die Kette, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφίγμα — jamming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγμα — τὸ, ΜΑ [σφίγγω] αυτό που έχει δεθεί στερεά αρχ. συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῡτο σφίγμα γένηται», Ήρων.) … Dictionary of Greek
σφιγμάτων — σφίγμα jamming neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγμασι — σφίγμα jamming neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγμασιν — σφίγμα jamming neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγματα — σφίγμα jamming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγματι — σφίγμα jamming neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγματος — σφίγμα jamming neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζω — (AM γονατίζω) [γόνυ] 1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής 2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του») νεοελλ. 1. πέφτω στα γόνατα από… … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek