- σύ-σφιγκτος
σύ-σφιγκτος, zusammengeschnürt, -gebunden, τὸ συσφιγκτόν, der Haken, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύ-σφιγκτος, zusammengeschnürt, -gebunden, τὸ συσφιγκτόν, der Haken, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφιγκτός — tight bound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτός — ή, όν, ΝΜΑ βλ. σφιχτός … Dictionary of Greek
σφιγκτά — σφιγκτός tight bound neut nom/voc/acc pl σφιγκτά̱ , σφιγκτός tight bound fem nom/voc/acc dual σφιγκτά̱ , σφιγκτός tight bound fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτότερον — σφιγκτός tight bound adverbial comp σφιγκτός tight bound masc acc comp sg σφιγκτός tight bound neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτόν — σφιγκτός tight bound masc acc sg σφιγκτός tight bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτοῖς — σφιγκτός tight bound masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῆς — σφιγκτός tight bound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῶς — σφιγκτός tight bound adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῷ — σφιγκτός tight bound masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτότεροι — σφιγκτός tight bound masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek