σύρβη

σύρβη

σύρβη, , ion. u. gemeine Form statt des attischen τύρβη, Lärm, Verwirrung, turba, VLL. – Auch = σύρμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρβη — topsy turvy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρβη — ἡ, Α (ιων. και αττ. τ.) βλ. τύρβη …   Dictionary of Greek

  • σύρβην — σύρβη topsy turvy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύρβη — η, ΝΜΑ, και σύρβη Α βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη τής πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.) αρχ. 1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι… …   Dictionary of Greek

  • σύρβα — σύρβᾱ , σύρβη topsy turvy fem nom/voc/acc dual σύρβᾱ , σύρβη topsy turvy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρβας — σύρβᾱς , σύρβη topsy turvy fem acc pl σύρβᾱς , σύρβη topsy turvy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TURBA — I. TURBA Hispaniae urbs, Liv. 1. 35. II. TURBA in viis Romanis, tanta quottidie, ut aegre via reperiri posset, indigitatur passim Iuvenali, Martiali, Aliis. In Amphitheatro imprimis aut Circo Maximo, Papinio, l. 1. Sylv. 1. v. 65. Continuus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… …   Dictionary of Greek

  • συρβάβυττα — Α επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη* «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που… …   Dictionary of Greek

  • συρβηνεύς — έως, ὁ, Α αυτός που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή, ο θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρβηνός + επίθημα εύς. Η ερμηνεία που δίνει ο Ησύχ.: αὐλητής σύρβη γὰρ ἡαὐλοθήκη παραμένει προβληματική] …   Dictionary of Greek

  • συρβηνός — όν, Α θορυβώδης, ταραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρβη / τύρβη* «θόρυβος, ταραχή» + επίθημα ηνός (πρβλ. σκαλ ηνός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”