σύρδην

σύρδην

σύρδην, adv., fortziehend, schleppend, zugweise, mit Ungestüm; ὄχλον πέμπει σύρδην, Aesch. Pers. 54; Eur. Rhes. 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρδην — dragging indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρδην — ΜΑ επίρρ. με βίαιο τρόπο αρχ. σε μακρά σειρά ή, κατ άλλους, μαζί («Βαβυλὼν... πάμμεικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] …   Dictionary of Greek

  • μεσοπέρδην — και μεσοφέρδην (Α) επίρρ. (για παλαιστές) κατά τον τρόπο που ο ένας πιάνει τον άλλο από τη μέση και τον ρίχνει κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσοπέρδην, κωμική παραμόρωση τού μεσο φέρδην < μεσο * + φέρ δην (< φέρω) κατά τα ἄρδην, σύρδην] …   Dictionary of Greek

  • πάμμικτος — και πάμμεικτος, ον (Α) παμμιγής* («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικτός (< μ[ε]ιγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”