- σύρβα
σύρβα, adv., = τύρβα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρβα, adv., = τύρβα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύρβα — σύρβᾱ , σύρβη topsy turvy fem nom/voc/acc dual σύρβᾱ , σύρβη topsy turvy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρβα — Α επίρρ. βλ. τύρβα … Dictionary of Greek
σύρβας — σύρβᾱς , σύρβη topsy turvy fem acc pl σύρβᾱς , σύρβη topsy turvy fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύρβα — και σύρβα Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφα)] … Dictionary of Greek
tu̯er-1 : tur- and tu̯r̥- — tu̯er 1 : tur and tu̯r̥ English meaning: to turn, whirl Deutsche Übersetzung: “drehen, quirlen, wirbeln”, also von lebhafter Bewegung ũberhaupt Note: from which partly tru Material: A. O.Ind. tváratē, turáti “ hurries “, tū… … Proto-Indo-European etymological dictionary