- σύριγξις
σύριγξις, ἡ, das Pfeifen, Schol. Eur. Gr. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύριγξις, ἡ, das Pfeifen, Schol. Eur. Gr. 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύριγξις — ίγξεως, ἡ, Α [συρίζω] άσμα με τη συνοδεία σύριγγας … Dictionary of Greek
σύριγξι — σύριγξις playing on the syrinx fem voc sg σύ̱ριγξι , σῦριγξ shepherd s pipe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύριγξιν — σύριγξις playing on the syrinx fem acc sg σύ̱ριγξιν , σῦριγξ shepherd s pipe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίγξεως — συρίγξεω̆ς , σύριγξις playing on the syrinx fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύριγξ' — σύριγξι , σύριγξις playing on the syrinx fem voc sg σύ̱ριγξι , σῦριγξ shepherd s pipe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)