σύρσις

σύρσις

σύρσις, , seltene Form statt συρμός, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρσις — εως, ἡ, ΜΑ [σύρω] σύρσιμο, έλκυση αρχ. 1. το τράβηγμα τού αρότρου από τα βόδια, η άροση 2. ονομασία τόπου …   Dictionary of Greek

  • σύρσιν — σύρσις drawing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σύρσεως — σύρσεω̆ς , σύρσις drawing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”