- σωληνο-θήρας
σωληνο-θήρας, ὁ, der Fischer, der die Meermuschel σωλήν fängt, Ath. III, 90 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωληνο-θήρας, ὁ, der Fischer, der die Meermuschel σωλήν fängt, Ath. III, 90 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλαινοθήρας — ὁ, Α αυτός που κλέβει χλαίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαίνα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λινο θήρας, σωληνο θήρας] … Dictionary of Greek