σωληνο-ειδής

σωληνο-ειδής

σωληνο-ειδής, ές, rinnen-, röhrenförmig, D. Cass. 49, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημεροειδής — ἡμεροειδής, ές (Α) αυτός που φαίνεται αληθινός, πραγματικός σαν να συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («φάντασμα ημεροειδές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + ειδής (< εί δος), πρβλ. ξυλο ειδής σωληνο ειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”