- σωννύω
σωννύω, statt σώζω, brauchte der Tragiker Deinolochus nach B. A. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωννύω, statt σώζω, brauchte der Tragiker Deinolochus nach B. A. 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωννύω — Α σώζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σῴζω κατά τα ρ. σε ννύω / ννυμι] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek