- σωματ-ώδης
σωματ-ώδης, ες, = σωματοειδής, Ath. II, 42 a; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωματ-ώδης, ες, = σωματοειδής, Ath. II, 42 a; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιώδης — κοιλιώδης, ῶδες (AM) αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. ώδης (πρβλ. πνευματ ώδης, σωματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ευσωματώδης — εὐσωματώδης, ες (Α) εύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωματ ώδης (< σώμα)] … Dictionary of Greek