- σω-φρονιστικός
σω-φρονιστικός, ή, όν, besonnen, klug machend, bessernd, züchtigend; Plut.; δύναμις, S. Emp. adv. mus. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σω-φρονιστικός, ή, όν, besonnen, klug machend, bessernd, züchtigend; Plut.; δύναμις, S. Emp. adv. mus. 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.