- σω-φρονιστύς
σω-φρονιστύς, ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σω-φρονιστύς, ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.