σωτηρία

σωτηρία

σωτηρία, , Rettung, Erhaltung, Befreiung; Aesch. Pers. 500. 721 u. öfter, wie Soph. u. Eur., πόλει σωτηρίαν κατεργάσασϑαι Heracl. 1045; περὶ τῆς πόλεως ἥντινα ἔχετον σωτηρίαν, Ar. Ran. 1362; ἡ ὑπὲρ τῶν νόμων σ., Lycurg. a. E.; vgl. Dem. 26, 12; bes. Heilung von einer Krankheit, Genesung, τίς ἂν ἡμῖν σωτηρία ἐφάνη τοῠ βίου, Plat. Prot. 356 d; σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων, 321 b; Ggstz φϑορά, Phil. 35 e, u. öfter; auch Bewachung, Gefängniß, Legg. XI, 914 e; mit εἰς, glückliche Rückkehr nach einem Orte hin, Plut. Lacaen. apophth. p. 260, wie ἡ οἴκαδε σ., Dem. 50, 16; vgl. νόστιμος σ Aesch. Ag. 334.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωτηρία — σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτηρία — Σωτηρίᾱ , Σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτηρίᾳ — Σωτηρίᾱͅ , Σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σωτήρια — Σωτηρία deliverance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …   Dictionary of Greek

  • σωτηρίᾳ — σωτηρίαι , σωτηρία deliverance fem nom/voc pl σωτηρίᾱͅ , σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σωτήριᾳ — Σωτήριαι , Σωτηρία deliverance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτήρια — σωτήριος saving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”