- σχῑνο-τρώκτης
σχῑνο-τρώκτης, ὁ, = Folgdm, Luc. Lexiph. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχῑνο-τρώκτης, ὁ, = Folgdm, Luc. Lexiph. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοτρώκτης — ξυλοτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο τρώκτης] … Dictionary of Greek