- σχῑνο-τρώξ
σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet, Suid., vgl. Zenob. 5, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet, Suid., vgl. Zenob. 5, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλότρωξ — ωγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει πολύ ή συχνά, λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρωξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek