- σχοίνικλος
σχοίνικλος, ὁ, ein Wasservogel, Arist. H. A. 8, 3, der wie die Bachstelze den Schwanz bewegt, vielleicht verwandt mit κίγκλος, auch σχοινίλος, σχοίνικος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοίνικλος, ὁ, ein Wasservogel, Arist. H. A. 8, 3, der wie die Bachstelze den Schwanz bewegt, vielleicht verwandt mit κίγκλος, auch σχοινίλος, σχοίνικος geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινίκλος — ὁ, Α βλ. σχοινίλος … Dictionary of Greek
σχοινίλος — ή σχοινίκλος, ὁ, Α το πτηνό σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίλος (πρβλ. πεπρ ίλος)] … Dictionary of Greek
σχοινίων — ωνος, ὁ, Α 1. είδος πτηνοῡ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος* 2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και τού οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίων (πρβλ. χλωρ ίων)] … Dictionary of Greek