σχοίνισμα

σχοίνισμα

σχοίνισμα, τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχοίνισμα — piece of land measured out by the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… …   Dictionary of Greek

  • σχοινισμάτων — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίσμασι — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίσμασιν — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίσματα — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίσματι — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίσματος — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • уже — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. σχοίνιον) веревка, канат, наследство, (σχοίνιον,… …   Словарь церковнославянского языка

  • σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… …   Dictionary of Greek

  • σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”