- σχινδάλαμος
σχινδάλαμος, ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχινδάλαμος, ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] … Dictionary of Greek
σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος … Dictionary of Greek
σχινδαλαμοφράστης — και σκινδαλαμοφράστης, ὁ, Α αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνδάλαμος + φράστης (< φράζω)] … Dictionary of Greek