σχινδαλμός

σχινδαλμός

σχινδαλμός, , att. statt σκινδαλμός, ein gespaltenes und zugespitztes Stück Holz, Schindel, Pfahl u. s. w.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • skē̆ i- —     skē̆ i     English meaning: to cut, separate     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, trennen, scheiden”     Note: extension from sek ; initial sound partly also sk̂ , skh , sk̂h , as in the continuing formation     Material: I. O.Ind. chyati “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”